- ἀστίβητος
- ἀστίβητος [ῐ], ον, = foreg., Lyc.121, Procop.Arc.14; ἀ. οἶκοι· ἄδυτα, Hsch.:—also [full] ἄστῐβος, ον, AP7.745 (Antip. Sid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστίβητος — ἀστίβητος, ον (AM) ο αστιβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στιβώ («πατώ, περιπατώ») < στίβος] … Dictionary of Greek
ἀστίβητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστίβητον — ἀστίβητος masc/fem acc sg ἀστίβητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστιβήτου — ἀστίβητος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστιβήτους — ἀστίβητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστίβητοι — ἀστίβητος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)